- κοντόμαλλο
- το очёски шерсти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντόμαλλο — το συν. στον πληθ. τα κοντόμαλλα περισσεύματα, υπολείμματα μαλλιού που δεν κλώθονται, αλλά χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μαλλο (< μαλλί), πρβλ. γιδό μαλλο, κατσό μαλλο] … Dictionary of Greek
κοντόμαλλο — το μαλλιά μικρού μήκους που χρησιμοποιούνται μόνο για γέμισμα προσκεφαλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek